αντίκλητος

αντίκλητος
ο
πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να παραλαμβάνει ως εκπρόσωπος άλλου τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδίδονται στον εντολέα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντίκλητος — ο πληρεξούσιος άλλου, που μένει μακριά, για να τον αντιπροσωπεύσει σε δικαστήριο του τόπου όπου αυτός (ο πληρεξούσιος) μένει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”